Τα δυο ουφ» από τη συλλογή διηγημάτων «Κουπιά στη στεριά» του Αχιλλέα Πελίδη. Μπορείτε να ακούσετε πρώτα το ηχητικό και να απολαύσετε το φανταστικό διήγημα με την φανταστική φωνή της γνωστής ραδιοφωνικής παραγωγού Αφροδίτης Σημίτη.
[soundcloud url=”http://api.soundcloud.com/tracks/25220245″]
«Τα δύο ουφ»
7.15 π.μ.
Σε μια μικρη χώρα, σε μια μικρή πόλη, σε μια μικρή γειτονιά ,σε ένα μικρό σπίτι,
ο μικρός Γιαννάκης ξυπνάει από τη μητέρα του για να πάει σχολείο. Αυτό του δημιουργεί ένα αίσθημα αποστροφής και την καθημερινή, πλέον ,πρωϊνή ζοχάδα.
-Έλα αγόρι μου, σήκω του λέει η μητέρα του .
-Θα πάω αύριο, δεν πάω σήμερα!
-Καλά, καλά σήκω τώρα…
Αυτή περίπου είναι η αρχή ενός καθημερινού διαλόγου, με απρόβλεπτες διαφοροποιήσεις κάθε φορά, ως προς την αιτία που ο Γιαννάκης δεν θέλει να πάει σχολείο : «Πονάει το κεφάλι μου», «η κοιλιά μου», «δεν έχουμε σχολείο σήμερα» , ο δάσκαλος θα λείπει» , «πήρα άδεια να μην πάω»….
Η βαθύτερη αιτία όμως είναι άλλη κι ανομολόγητη, όπως ανομολόγητες είναι συνήθως οι βαθύτερες αιτίες.
-Το γάλα σου….
-Δε μπορώ το άσπρο αυτό πράμα, πάρ’το από μπροστά μου, θα φάω στο σχολείο.
Συνηθισμένες ανταλλαγές απόψεων μεταξύ μητέρας και τέκνου και να σου μετά αρχίζουν οι θεωρίες για τα κόκαλα : «είσαι αδύνατος» κι απο ‘κει στο «δε διαβάζεις», «μα τι έχω κάνει και με βασανίζεις», «γιατί δεν είσαι σαν τα άλλα τα παιδία» κι αρχίζουν και τα ονομαστικά παραδείγματα:o Θανάσης,ο Γρηγόρης και τα άλλα παιδιά που χρησιμέυουν σαν υποδείγματα και με επιτυχία σπάνε τα νεύρα του Γιαννάκη.
Ο Γιαννάκης όταν αισθάνεται πληγωμένος δεν μπορεί να το κρύψει καλά. Θύμος, αντίδραση λόγια οργής και περισσότερο, σκέψεις, σκέψεις βαθιές που μέσα στην ψυχή του σχηματοποιούνται σε φανταστικές εικόνες και σενάρια: Oι γονείς του να τον χάνουνε,να ανησυχούν, να τον ψάχνουν και να μετανιώνουν πικρά για τα λόγια τους. Κι αυτός από κάποια γωνιά να παρακολουθεί με ικανοποίηση τον πόνο που προκάλεσε η απουσία του.Ετσι, για να μάθουν, να στεναχωρεθούν και να καταλάβουν…
Πήρε την τσάντα του που την είχε πεταμένη σε μια γωνία με ανακατεμένα τα βιβλιά, όπως την έφερε χθές από το σχολείο του και ξεκίνησε να πάρει το σχολικό. Εξω είχε ξημερώσει ένας λαμπρός ήλιος κι αυτός βγήκε σκοτεινιασμένος, με κατεβασμένο το κεφάλι, μουρμουρίζοντας και κλωτσώντας τα χαλίκια στο δρόμο .
Στο δρόμα κι άλλα παιδιά ακολούθουσαν την ίδια διαδρομή για το σχολείο κουβαλώντας τις τεράστιες αναλογικά τσάντες τους .
Έμοιαζαν απο μακριά σαν τα μηρμυγκάκια που κυκλοφορούν κι αυτά ακανόνιστα κι οι τσάντες τους ενσωματωμένες στο σουλούπι τους θύμιζαν ακόμα περισσότερο το μεγάλο κορμό των συμπαθητικών αυτών αρθροπόδων .
Στη στάση δε χρειάστηκε να περιμένει .Επιβιβάστηκε νιαστικά και σε μια στιγμή το πρόσωπο του έλαμψε. Με μια καλυμμένη κίνηση, δήθεν τυχαία προσπάθησε να φτιάξει το μαλλάκι του «για να μην πετάει», όπως του έλεγε κι η μαμά του .Ήταν εκεί εκείνη…
Πήγαινε γυμνάσιο σίγουρα, κάποια χρόνια μεγαλύτερη του, καστανή και χαμογελάστη, με τις παρέες της να την περιτριγυρίζουν. Όσες φορές αποταμίευσε λίγο θάρρος και τόλμησε να την κοιτάξει, τύχαινε να συναντά αυτό το χαμογελαστό πρόσωπο. Έμενε όμως πάντα με την απορία, αν αυτό το χαμόγελο είχε μια ιδιαίτερη σημασία γι’αυτόν ή ήταν απλά μια συνέχεια της κουβέντας με τις φίλες της…
Το λεωφορείο σταμάτησε κι αποβιβάστηκε μαζί με τους άλλους.
Κάποιοι συμμαθητές τον στρίμωξαν γελώντας χαιρέκακα και φωνάζοντας περιπαιχτικά το όνομά του .
Τους απάντησε σκληρά χρησιμοποιώντας κι αυτός τις «κακές» λεξεις που λένε οι μεγάλοι, κάτι που τους κάκιωσε περισσότερο και ανταλλάξανε μια σειρά από απειλές και βρισίες χωρίς καμιά ιδιαίτερη πρωτοτυπία στην ποικιλία τους.
Μια ακόμη μέρα στο σχολείο ξεκινούσε…
Η μέρα στο σχολείο ήταν μια περιέργη ιεροτελεστιά.
Ως κτίριο ξεχωριζε με τα χρώματα του και το μέγεθος του σε μια γειτονιά με χαμηλα σπίτια.
Η ιεροτελεστία άρχιζε με τον μεταλλικό ήχο του κουδόυνιου και την με την πρωινή προσευχή.
Σε παράταξη μπροστά οι δάσκαλοι ανταλλάσανε πρωινές κουβεντούλες και στις γράμμες τα τμήματα ζωηρά και πολυχρώμα ισορροπούσαν ανάμεσα στην τάξη και την αταξία.
«Ποιος για προσευχή, ποιος;»
Ο Γιάννης δεν είχε πεί ποτέ προσευχή. Δεν είχε εκδηλωσει ποτέ τέτοια πρόθεση, μα κι ούτε τον είχε ενοχλήσει κανείς. Τα περίεργα και μυστήρια λόγια της προσευχής τα ξερε απέξω και από τον τονισμό των λέξεων υπέθετε την βαρύνουσα σημασία τους. Ιδιαίτερα του έκανε εντύπωση το «αγιασθήτω» ,το «μησενΕγκες» και το «αλαρυσαι».
«Αμήν», έιπε η Σοφία της έκτης και τα παδιά αρχίσανε να να μπαίνουνε μέσα.
Ο δάσκαλος πιστός στη συνήθεια του ήρθε βιαστικός εκείνη τη στιγμή στο «αμήν» .Έμενα μακριά τους έλεγε , η αλήθεια όμως είναι ότι αργόυσε να σηκωθεί
Ήταν καινούργιος στο σχολείο ,νέος, με παιδικό πρόσωπο και δημοφιλής στα παιδιά.
Τον ειχανε προειδοποιήσει όταν ξεκίνουσε η χρονιά ανάμεσα στα άλλα: «Πρόσεχε τον Δημητρίου».Ναι, το Γιαννάκη μας, το Γιαννάκη Δημητρίου.
Και τον πρόσεξε.
Στην αρχή δεν κατάλαβε τι έπρεπε να προσεξει. Μια φατσούλα στο προτελευταίο θρανίο της μεσαίας σειράς που τον κοιτούσε μέσα στα μάτια με δέος σχεδόν, ήσυχος και δισταχτίκος.
Στην συνέχεια κατάλαβε πως τον αναμετρούσε,όπως κάνουν τα παιδιά και αργότερα ότι έβαζε τις ανομολόγητες ελπίδες πάνω του…
Η σχολίκη χρονιά είχε περασει το άτυπο όριο που την χωρίζει από το καλοκάιρι , τις διακόπες του Πάσχα.
Τσάντες,μολυβια χαρτιά,γίνονται ολοένα πιο βαριά κι η τάξη καθώς πλημμυρίζει από ανοιξιάτικες μυρωδίες γίνεται κρατητήριο με κατηγορητήριο βαρύνουσας σημασίας: «μόρφωση και συμμόρφωση»
Εντύπωση προκάλεσε στο Γιάννακη η κυνική αποκάλυψη του δασκάλου:
«Θέλω να σας καταρρίψω ένα μυθο που είχα κι έγω μικρος. Νόμιζα πως οι δάσκαλοι απολάμβαναν να μας βασανίζουν κάνοντας μας μάθημα!Ποιός σας είπε ότι το απολαμβάνω,ή ότι τα βάφω μαύρα όταν τυχαινει να χάνουμε μάθημα;». «Περίεργα πράματα» σκεφτηκε ο Γιαννάκης, «χαλάσαν κι οι δασκάλοι.Κι αυτός σαν και μένα είναι;»
Ο δάσκαλός από την αρχή της χρονιάς του άλλαξε θρανίο.Απο τις τελευταίες σειρές που καθόταν μόνος του, τον έφερε πρωτο θρανίο μπροστά στην έδρα. Δεν είδε με καλό μάτι αυτήν την κίνηση .Του ΄φερνε και συγκατοίκους.Ήταν οι ατακτούντες και ομιλούντες της τάξης που άλλαζαν κάθε φορά.Αυτός όμως, σταθερός κάτοικος πρώτου θρανίου έδρα.
Με το περασμα των πρώτων βδομάδων που παιδιά και δάσκαλοι αλληλογνωρίζονται και μετρούν τα όρια τους, ο Γιαννάκης χαλάρωσε τελικά κι απολάμβανε την περίεργη προσοχή που του έδειχνε ο δάσκαλος. Αστειευότον μαζί του κι έδειχνε να τον προστατεύει απο την ευκολία που κάποιοι συμμαθητές του βρίσκανε αφορμή για να γελάσουν μαζί του.Μερικοί μάλιστα ένιωθε πως είχαν αρχίσει να τον συμπαθούν κιόλας.
Είχε ξεκινήσει την εργασία της φορώντας τη φαντεζί στολή με τα χρώματα της εταιρίας που δούλευε και ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει την εργασιακή της καθημερινότητα.Αυτή περιλάμβανε αγχωμένους προϊσταμένους, βιαστικούς, απαιτητικούς και ενίοτε αγενείς πελάτες μέσα στους ατέλειωτους διαδρόμους με τα προϊόντα της πολυεθνικής.Θα έπρεπε να μεριμνά για την ανανέωση και ομοιομορφία των προϊόντων στα ράφια, να τους προσθέτει τις νέες ανατιμήσεις επικολλώντας με το ειδικό μηχάνημα τις καινούργιες τους τιμές και καθώς τακτοποιούσε τη τις νέες παραλαβές κουτιών σάλτσας ντομάτας ταυτόχρονα προσπαθούσε να βάλει σε τάξη τις σκέψεις και τις έγνοιες για το τέκνο της,το Γιαννάκη.Έπρεπε να δώσει νέα αξία στη σχέση τους. Δεν έπρεπε να του μιλήσει έτσι σήμερα.Να μην ξεχάσει να του πάρει την αγαπημένη του σοκολάτα.
«Δημητρίου στο ταμείο τρία» ακούστηκε η φωνή, επιτακτική και ρομποτική, μετσχηματισμένη καθώς ήτανε απο τα ηχεία των μεγαφώνων του υποκαταστήματος, διακόπτοντας τις σκέψεις της.
Την ίδια στιγμή μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα,σχεδόν ταυτόχρονα,με τον ίδιο τόνο μια άλλη φωνή ακουγότανε να λέει : «Δημητρίου στον πίνακα».
Δύο «ουφ» ξεφύγαν χωρίς να τα αντιληφθεί κανένας.

Εκπαιδευτικός ΠΕ70 ΜΠΣ Οργάνωση & Διοίκηση της Εκπ/σης. Διευθυντής στο 1ο Δ.Σ Αισωνίας-Διμηνίου