[youtube http://www.youtube.com/watch?v=6ju3WLo5vvc]
?Το μόνον της ζωής του ταξείδιον? είναι αυτοβιογραφικό έργο του Γεωργίου Βιζυηνού και αναφέρεται σε ένα ταξίδι που έκανε ο ίδιος ο συγγραφέας το 1861 στην Κωνσταντινούπολη, σε ηλικία 10 ετών, για να δουλέψει παραγιός σε ένα σκληρό και τυραννικό ράφτη.
Διαβάστε τη συνέχεια της Ιστορίας και ποιο ήταν τελικά το “μόνον της ζωής του ταξίδειον” του παππού:
Ναι, τίποτε δεν είχε δει στη ζωή του σε σύγκριση με τα θαυμαστά πράγματα που μπορούσε να διηγηθεί ο παππούς του. ?Πολλά ταξίδια θα έκαμες εις την ζωήν σου!? είπε με θαυμασμό το μικρό ραφτόπουλο. Ο παππούς του ξαφνιάστηκε. ?Εγώ; είπεν, εγώ ταξείδια; Η γιαγιά σου, η Χατζίδενα??
Κι άρχισε ο παππούς να διηγείται την ιστορία των ανεκπλήρωτων ταξιδιών του. Το πρώτο ταξίδι που θέλησε να πάει ήταν στη Σαρακηνού, στο πανηγύρι. Έπρεπε όμως να πάρει και την άδεια της γιαγιάς.
?Ψυχή μου, της λέγω, ετάχθηκα να πάγω στην Σαρακηνού, στο πανηγύρι.
― Να πας βέβαια, να πας, λέγ? αυτή. Ε; Τί σε θέλω δωπέρα; Τί σε θέλω! να κάθεσαι να με φυλάγης;?
?Ξυρίζομαι, στολίζουμαι, σελώνω τ? άλογο, βάλλω το σταυρό μου να καβαλικέψω ― Νά σου την, και παρουσιάζεται. ― Και χαμηλώσας την φωνήν ούτως ώστε μόλις ν? ακούεται ο παππούς,
― Μωρέ, που να πάθης, που να δείξης, πού θα πας; ―Είπε, μιμούμενος της γιαγιάς τα σχήματα.
― Ε; πού θα πας;
― Στην Παναγία, ψυχή μου, στην Σαρακηνού.
Μωρέ θ? αφήσης την αγελάδα να πας στην Παναγία; Μωρέ, τέτοιε, και τέτοιε και τέτοιε, το πανηγύρι το συλλογέσαι, και την αγελάδα, την γκαστρωμένη την αγελάδα, δεν την συλλογέσαι; Που είναι στην εβδομάδα της, δεν την συλλογέσαι;?
Είχε δίκιο, σκέφτηκε ο παππούς. Η αγελάδα τους ήταν γκαστρωμένη. Κάποιος έπρεπε να την προσέχει. Συμφώνησε λοιπόν να μην πάει στο πανηγύρι. Η γιαγιά όμως δεν είχε πει τον τελευταίο της λόγο.
?― Αμ? ο κόσμος; ο κόσμος τί θα πή! Που έκαμες ετοιμασίας κ? αγόρασες τα κεριά και το λάδι και το θυμίαμα! Και τ? άλογο; τ? άλογο τί θα πή που το καλίβωσες και το σέλωσες; Τ? άλογο θέλει δρόμο! Είπεν ο παππούς κλείσας προς εμέ εκφραστικώς τον οφθαλμόν και περιμένων να τον εννοήσω. Και περιμένων εις μάτην.
Δεν καταλαμβάνεις; ―ανεφώνησεν επί τέλους,― ο καυγάς ήταν για το πάπλωμα! Την εσήκωσα, ψυχή μου, την εκάθισα πάνω στ? άλογο, και την έστειλα στο πανηγύρι με τον αδελφό της.
― Κ? εσύ παππού;
― Εγώ, ψυχή μου, εφύλαγα μέσ? στον σταύλο να γεννήσ? η αγελάδα?.
Το ίδιο συνέβη και στα επόμενα ταξίδια που σκέφτηκε να κάνει ο παππούς. Στη Ραιδεστό, στη Συληβρία, στη Μήδεια, ακόμη και στο ταξίδι που ήταν το όνειρο της ζωής του: στους Άγιους Τόπους! ?Στέλνω, ψυχή μου, στον πνευματικό κ? έρχεται κ? εξομολογούμαι· φωνάζω την γιαγιά σου μπροστά του και της γράφω όλον τον βιον επάνω της. Φωνάζω τους χωριανούς και παίρνω συγχώρεσι από τον καθένα, γιατί διες, ψυχή μου, το ταξείδι είναι το μακρύτερο ταξείδι του κόσμου, κ? εμείς έχουμε ζωή και θάνατο!?
Όλα ήταν έτοιμα για το μεγάλο του ταξίδι. Μα λίγο πριν ανέβει στο άλογο?
?Σαν είδα την γιαγιά σου, την γυναίκα μου, να κλαίη, εκόπησαν τα ύπατά μου! Πώς να την αφήσω να πάγω στην άκρηα του κόσμου;
― Είμαι ταμμένος στον Άγιον Tάφο, της λέγω, ψυχή μου, πώς να κάμω τώρα; Σαν δεν πάγω θα κριματισθούμεν.
― Σαν είσαι συ ταμμένος, νοικοκύρη μου, ανδρόγυνο δεν είμασθε; ένα πράγμα είμασθε. Είτε συ επήγες, είτ? εγώ, το ίδιο πράμμα κάνει.
Τα δάκρυα στα μάτια της! είπεν ο παππούς, αλλάξας τον τόνον της φωνής του, τί να πω! ― Την ανεβάζω, ψυχή μου, στ? άλογο, και την στέλνω στον Άγιον Τάφο με τον αδερφό της?.
Αυτή ήταν η ιστορία των ταξιδιών του παππού· των ταξιδιών που ποτέ δεν έκανε. Την επόμενη το πρωί ο παππούς πέθανε.
Η γιαγιά ?εκάθητο ωχρά, βωβή, ακίνητος ως απολιθωμένη παρά το πλευρόν του. Η ταλαίπωρος! Τί δεν θα έδιδεν όπως τον εμποδίση από τούτο το ταξείδιον! Διότι το μειδίαμα του παππού ήτον η λάμψις, ην έσυρεν οπίσω της η προς ουρανόν αποδημούσα ψυχή του.
Διότι ο καϋμένος ο παππούς συνεπλήρωνε αληθώς τώρα ?το μόνον της ζωής του ταξείδιον?!
Πηγή: Λογομνήνων
Εκπαιδευτικός ΠΕ70 ΜΠΣ Οργάνωση & Διοίκηση της Εκπ/σης